περιαρτηρίτιδα
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
η
ιατρ.
1. φλεγμονώδης αντίδραση του έξω χιτώνα τών αρτηριών και του ιστού που τίς περιβάλλει
2. φρ. «οζώδης περιαρτηρίτιδα» — βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας η οποία προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το νευρικό σύστημα, προκαλώντας μεγάλη αλλοίωση της γενικής κατάστασης του ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periarteritis < περι- + αρτηρία].