οστρακίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀστρακίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απολίθωμα]] οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[οστράκινος]] («[[ὀστρακίτης]] [[λίθος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[λίθος]] [[οστρακίας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας<br /><b>4.</b> [[είδος]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο (Α [[ὀστρακίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απολίθωμα]] οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[οστράκινος]] («[[ὀστρακίτης]] [[λίθος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[λίθος]] [[οστρακίας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας<br /><b>4.</b> [[είδος]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ξυλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α ὀστρακίτης)
νεοελλ.
απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
αρχ.
1. ως επίθ. οστράκινοςὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.)
2. ο λίθος οστρακίας
3. είδος πίτας
4. είδος φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].