ὁμιλαδόν: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμιλαδόν]] και [[ὁμιληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] πλήθη<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας [[ὁμιλαδόν]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅμιλος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>αδόν</i> / -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιλ</i>-<i>αδόν</i> / <i>ιλ</i>-<i>ηδόν</i>)]. | |mltxt=[[ὁμιλαδόν]] και [[ὁμιληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] πλήθη<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας [[ὁμιλαδόν]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅμιλος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>αδόν</i> / -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιλ</i>-<i>αδόν</i> / <i>ιλ</i>-<i>ηδόν</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμῑλᾰδόν:''' επίρρ. ([[ὅμιλος]]), σε ομάδες ή σειρές, κατά πλήθη, Λατ. [[turmatim]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ὅμιλος)
A in groups or bands, in crowds, Il.12.3,15.277 :—also ὁμῑληδόν, Hes.Sc.170. II c. dat., together with, A.R. 3.596, Opp.C.2.199.
German (Pape)
[Seite 331] hausen-, schaarenweise; ἐμάχοντο Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες ὁμ., Il. 12, 3, vgl. 15, 277. 17, 730; sp. D., πᾶσαι ὁμιλαδὸν ἠγερέθοντο, Ap. Rh. 1, 655, vgl. 3, 596. Auch ὁμιληδόν, s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλᾰδόν: Ἐπίρρ., (ὅμιλος) ὡς τὸ ἰλαδόν, καθ’ ὁμίλους, κατὰ πλήθη, Λατ. turmatim, Ἰλ. Μ. 3., Ο. 277. ΙΙΙ. Ἀπολλ. Ρόδ., ὡς τὸ ὁμοῦ, μετὰ δοτικ., ὁμοῦ μετά..., Γ. 596· ― ὡσαύτως ὁμῑληδόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en troupe, en foule;
2 ensemble avec, τινι.
Étymologie: ὅμιλος, -δον.
Greek Monolingual
ὁμιλαδόν και ὁμιληδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά πλήθη
2. μαζί με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν / -ηδόν (πρβλ. ιλ-αδόν / ιλ-ηδόν)].
Greek Monotonic
ὁμῑλᾰδόν: επίρρ. (ὅμιλος), σε ομάδες ή σειρές, κατά πλήθη, Λατ. turmatim, σε Ομήρ. Ιλ.