παλαγμός: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλαγμός]], ὁ (Α) [[παλάσσω]] (Ι)]<br />[[ράντισμα]], [[πιτσίλισμα]] («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ [[Ζεὺς]] καταστάξας χειροῑν», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[παλαγμός]], ὁ (Α) [[παλάσσω]] (Ι)]<br />[[ράντισμα]], [[πιτσίλισμα]] («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ [[Ζεὺς]] καταστάξας χειροῑν», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλαγμός:''' ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.
Greek Monolingual
παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαγμός: ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.).