νυγματώδης: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(27) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυγματώδης]], -ῶδες (Α) [[νύγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύγμα]] («ἡ τῆς καρδίας [[πήδησις]] πυκνὴ καὶ [[νυγματώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με [[τσίμπημα]], με κέντρισμα («[[νυγματώδης]] [[πόνος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νυγματωδῶς</i> (Α)<br />με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα. | |mltxt=[[νυγματώδης]], -ῶδες (Α) [[νύγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύγμα]] («ἡ τῆς καρδίας [[πήδησις]] πυκνὴ καὶ [[νυγματώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με [[τσίμπημα]], με κέντρισμα («[[νυγματώδης]] [[πόνος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νυγματωδῶς</i> (Α)<br />με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυγμᾰτώδης:''' колющий: ἡ τῆς καρδίας [[πήδησις]] ν. Arst. учащенный пульс. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A punctuated, of heart-beats, Arist.Pr.947b31. 2 pricking, πόνος Archig. ap. Gal.8.92, cf. Aret.SA1.10. Adv. νυγ-δῶς Gal.19.7.
Greek (Liddell-Scott)
νῠγματώδης: -ες, κεντητικός, Ἀριστ. Πρβλ. 27. 3, 3. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 19, σ. 7, 10.
Greek Monolingual
νυγματώδης, -ῶδες (Α) νύγμα
1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.)
2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»).
επίρρ...
νυγματωδῶς (Α)
με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα.
Russian (Dvoretsky)
νυγμᾰτώδης: колющий: ἡ τῆς καρδίας πήδησις ν. Arst. учащенный пульс.