νωρεῖ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(27)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=νωρεῑ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐνεργεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νωρεῖ]] (<b>πρβλ.</b> [[νῶροψ]]) <i>έχει</i> αναχθεί στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νωρ</i>- της ΙΕ ρίζας -<i>ner</i> «ζωτική [[δύναμη]], άντρας» (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>noras</i> «[[θέληση]], [[βούληση]]», <i>noriu</i> -<i>eti</i> «[[θέλω]]», λατ. <i>Ner</i><i>ō</i>) και έχει συνδεθεί με τη λ. <i>άνήρ</i> με την [[έννοια]] του άντρα που ενεργεί. Απορίες, [[ωστόσο]], γεννά το ότι οι ελλ. τύποι που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] -<i>ner</i>, δηλ. το [[ἀνήρ]] και τα παράγωγα του, εμφανίζουν προθεματικό [[φωνήεν]] <i>α</i>-, [[φωνήεν]] που δεν εμφανίζεται στο [[νωρεῖ]].
|mltxt=νωρεῑ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐνεργεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νωρεῖ]] (<b>πρβλ.</b> [[νῶροψ]]) <i>έχει</i> αναχθεί στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νωρ</i>- της ΙΕ ρίζας -<i>ner</i> «ζωτική [[δύναμη]], άντρας» (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>noras</i> «[[θέληση]], [[βούληση]]», <i>noriu</i> -<i>eti</i> «[[θέλω]]», λατ. <i>Ner</i><i>ō</i>) και έχει συνδεθεί με τη λ. <i>άνήρ</i> με την [[έννοια]] του άντρα που ενεργεί. Απορίες, [[ωστόσο]], γεννά το ότι οι ελλ. τύποι που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] -<i>ner</i>, δηλ. το [[ἀνήρ]] και τα παράγωγα του, εμφανίζουν προθεματικό [[φωνήεν]] <i>α</i>-, [[φωνήεν]] που δεν εμφανίζεται στο [[νωρεῖ]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b3">ἐνεργεῖ</b><br />Etymology: One compared Lith. <b class="b2">nóras</b> [[will]] and <b class="b2">nóriu</b>, <b class="b2">norė́ti</b> [[will]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωρεῖ Medium diacritics: νωρεῖ Low diacritics: νωρεί Capitals: ΝΩΡΕΙ
Transliteration A: nōreî Transliteration B: nōrei Transliteration C: norei Beta Code: nwrei=

English (LSJ)

ἐνεργεῖ, Hsch. νώρεμνος· μέγας, πολύς, Id. ; but also, κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς, Id.

Greek (Liddell-Scott)

νωρεῖ: «ἐνεργεῖ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νωρεῑ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ- της ΙΕ ρίζας -ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu -eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει συνδεθεί με τη λ. άνήρ με την έννοια του άντρα που ενεργεί. Απορίες, ωστόσο, γεννά το ότι οι ελλ. τύποι που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα -ner, δηλ. το ἀνήρ και τα παράγωγα του, εμφανίζουν προθεματικό φωνήεν α-, φωνήεν που δεν εμφανίζεται στο νωρεῖ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: ἐνεργεῖ
Etymology: One compared Lith. nóras will and nóriu, norė́ti will.