νυκτερωπός: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτερωπός]], -όν (Α) [[νύκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τή νύχτας<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύχτα]], ο [[σκοτεινός]]. | |mltxt=[[νυκτερωπός]], -όν (Α) [[νύκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τή νύχτας<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύχτα]], ο [[σκοτεινός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυκτερωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, (ὤψ)
A appearing by night, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων E.HF112 (lyr.), cf. Plu.2.1066c.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, δόκημα νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
sombre.
Étymologie: νύκτερος, ὤψ.
Greek Monolingual
νυκτερωπός, -όν (Α) νύκτερος
1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας
2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός.
Greek Monotonic
νυκτερωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει την όψη της νύχτας ή αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Ευρ.