ξελογιαστής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(27)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ξελογιάστρα]] [[ξελογιάζω]]<br />αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («[[ξελογιάστρα]] Αθήνα...»).
|mltxt=[[ξελογιαστής]], ο, θηλ. [[ξελογιάστρα]] [[ξελογιάζω]]<br />αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («[[ξελογιάστρα]] Αθήνα...»).
}}
}}

Latest revision as of 06:11, 13 October 2024

Greek Monolingual

ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).