νύναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(27)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύναμαι]] (Α)<br />(<b>κρητ. τ.</b>) [[δύναμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δύναμαι]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>δ</i> σε ν. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[νους]] δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=[[νύναμαι]] (Α)<br />(<b>κρητ. τ.</b>) [[δύναμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δύναμαι]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>δ</i> σε ν. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[νους]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b3">νυνατός</b> Cret. for <b class="b3">δύναμαι</b>, <b class="b3">δυνατός</b>;<br />See also: s.there and on [[νόος]].
}}
}}

Revision as of 05:28, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύναμαι Medium diacritics: νύναμαι Low diacritics: νύναμαι Capitals: ΝΥΝΑΜΑΙ
Transliteration A: nýnamai Transliteration B: nynamai Transliteration C: nynamai Beta Code: nu/namai

English (LSJ)

[ῠ], Cret. for δύναμαι, Leg.Gort.8.20,12.32.

Greek Monolingual

νύναμαι (Α)
(κρητ. τ.) δύναμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δύναμαι, με αφομοιωτική τροπή του δ σε ν. Η σύνδεση του τ. με τη λ. νους δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: νυνατός Cret. for δύναμαι, δυνατός;
See also: s.there and on νόος.