ξένια: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(27)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξένια]], ιων. και επικ. τ. ξείνια, τὰ (Α)<br /> <b>βλ.</b> [[ξένιος]].
|mltxt=[[ξένια]], ιων. και επικ. τ. ξείνια, τὰ (Α)<br /> <b>βλ.</b> [[ξένιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξένια:''' ион. ξείνια τά<br /><b class="num">1)</b> (sc. δῶρα) подарки гостю, угощение (ξ. [[δοῦναι]] Eur.; ξ. δέχεσθαι Lys.; ξ. πέμπειν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> гостеприимство, радушный прием: ἐπὶ ξείνια καλεῖν τινα Her. позвать кого-л. в гости.
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. ξένιος.

English (Thayer)

ξενιας, ἡ (ξένιος, ξένια, ξενιον, and this from ξένος), from Homer down, hospitality, hospitable reception; equivalent to a lodging-place, lodgings: τό μίσθωμα in ἴδιος, 1a.)); Lightfoot on Philippians , p. 9, and on Philemon 1, the passage cited.)

Greek Monolingual

ξένια, ιων. και επικ. τ. ξείνια, τὰ (Α)
βλ. ξένιος.

Russian (Dvoretsky)

ξένια: ион. ξείνια τά
1) (sc. δῶρα) подарки гостю, угощение (ξ. δοῦναι Eur.; ξ. δέχεσθαι Lys.; ξ. πέμπειν Plut.);
2) гостеприимство, радушный прием: ἐπὶ ξείνια καλεῖν τινα Her. позвать кого-л. в гости.