ξυλάρας: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /> αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροπόδαρος]], [[μακροκάνης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-<i>άρας</i>)].
|mltxt=ο<br /> αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροπόδαρος]], [[μακροκάνης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρας</i> ([[πρβλ]]. [[ποδάρας]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:44, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. -άρας (πρβλ. ποδάρας)].