ξιφουλκός: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξιφουλκός]], -όν (Α)<br />αυτός που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>τοξ</i>-<i>ουλκός</i>]. | |mltxt=[[ξιφουλκός]], -όν (Α)<br />αυτός που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>τοξ</i>-<i>ουλκός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξῐφουλκός:''' -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που τραβάει, που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, (ἕλκω)
A drawing a sword, χείρ A.Eu.592.
German (Pape)
[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui tire l’épée.
Étymologie: ξίφος, ἕλκω.
Greek Monolingual
ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, τοξ-ουλκός].
Greek Monotonic
ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.