οβολός: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(28) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀβολός]] και ὀβελ[λ]ός και [[ὀδελός]])<br />προδρομική [[μορφή]] του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την [[ονομασία]] και τη [[σχέση]] του με τη [[δραχμή]] [[κατά]] τους κλασικούς χρόνους και [[μέχρι]] το [[τέλος]] της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[κέρμα]] που είχε [[αξία]] [[πέντε]] λεπτών, πεντάλεπτο, [[πεντάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστο χρηματικό [[ποσό]], ασήμαντη [[συνεισφορά]] («δεν αξίζει [[ούτε]] οβολό»)<br /><b>3.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που έζησαν [[κατά]] το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[οβολός]] της χήρας» — [[συνδρομή]] ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την [[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κερκυραϊκό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] βάρους της αρχαίας Αθήνας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πολὺ | |mltxt=ο (Α [[ὀβολός]] και ὀβελ[λ]ός και [[ὀδελός]])<br />προδρομική [[μορφή]] του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την [[ονομασία]] και τη [[σχέση]] του με τη [[δραχμή]] [[κατά]] τους κλασικούς χρόνους και [[μέχρι]] το [[τέλος]] της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[κέρμα]] που είχε [[αξία]] [[πέντε]] λεπτών, πεντάλεπτο, [[πεντάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστο χρηματικό [[ποσό]], ασήμαντη [[συνεισφορά]] («δεν αξίζει [[ούτε]] οβολό»)<br /><b>3.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που έζησαν [[κατά]] το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[οβολός]] της χήρας» — [[συνδρομή]] ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την [[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κερκυραϊκό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] βάρους της αρχαίας Αθήνας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πολὺ τοῦ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῦ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br />β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῑν» — το να παρακολουθεί [[κανείς]] [[παράσταση]] έργου από [[θέση]] για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οβελός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek Monolingual
ο (Α ὀβολός και ὀβελ[λ]ός και ὀδελός)
προδρομική μορφή του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την ονομασία και τη σχέση του με τη δραχμή κατά τους κλασικούς χρόνους και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής
νεοελλ.
1. χάλκινο κέρμα που είχε αξία πέντε λεπτών, πεντάλεπτο, πεντάρα
2. μτφ. ελάχιστο χρηματικό ποσό, ασήμαντη συνεισφορά («δεν αξίζει ούτε οβολό»)
3. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που έζησαν κατά το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά
4. φρ. α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε ευχαρίστηση
β) «οβολός της χήρας» — συνδρομή ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την καρδιά
αρχ.
1. κερκυραϊκό νόμισμα
2. μονάδα βάρους της αρχαίας Αθήνας
3. φρ. α) «πολὺ τοῦ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῦ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο πράγμα
β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῑν» — το να παρακολουθεί κανείς παράσταση έργου από θέση για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οβελός].