οἶβος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶβος]], ὁ (Α)<br />[[τεμάχιο]] κρέατος από το [[πίσω]] [[μέρος]] του τραχήλου του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «[[τράχηλος]], [[λαιμός]]», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. [[ὄχθοιβος]]].
|mltxt=[[οἶβος]], ὁ (Α)<br />[[τεμάχιο]] κρέατος από το [[πίσω]] [[μέρος]] του τραχήλου του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «[[τράχηλος]], [[λαιμός]]», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. [[ὄχθοιβος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἶβος:''' ὁ кулин. бычачий затылок Luc.
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶβος Medium diacritics: οἶβος Low diacritics: οίβος Capitals: ΟΙΒΟΣ
Transliteration A: oîbos Transliteration B: oibos Transliteration C: oivos Beta Code: oi)=bos

English (LSJ)

ὁ,

   A piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.

Greek (Liddell-Scott)

οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d’un bœuf.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].

Russian (Dvoretsky)

οἶβος: ὁ кулин. бычачий затылок Luc.