ὀδαγμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδαγμός]] και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> [[ἀδαγμός]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οδαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> παθ. υπερσ. <i>ὠ</i>-<i>δάγ</i>-<i>μην</i>, του ρ. <i>ὀδάζω</i> / <i>ὀδάζομαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρυγ</i>-<i>μός</i>)].
|mltxt=[[ὀδαγμός]] και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> [[ἀδαγμός]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οδαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> παθ. υπερσ. <i>ὠ</i>-<i>δάγ</i>-<i>μην</i>, του ρ. <i>ὀδάζω</i> / <i>ὀδάζομαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρυγ</i>-<i>μός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδαγμός:''' ὁ (ὀδάξομαι), = [[ἀδαγμός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαγμός Medium diacritics: ὀδαγμός Low diacritics: οδαγμός Capitals: ΟΔΑΓΜΟΣ
Transliteration A: odagmós Transliteration B: odagmos Transliteration C: odagmos Beta Code: o)dagmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὀδάξομαι)

   A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.

Greek Monolingual

ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. -δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].

Greek Monotonic

ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.