Οιδίπους: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(28) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και Οιδίποδας, ο (Α [[Οἰδίπους]] και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)<br />[[γιος]] του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, [[περιώνυμος]] [[γιατί]] παντρεύτηκε τη [[μητέρα]] του [[αφού]] σκότωσε τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και Οιδίποδας, ο (Α [[Οἰδίπους]] και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)<br />[[γιος]] του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, [[περιώνυμος]] [[γιατί]] παντρεύτηκε τη [[μητέρα]] του [[αφού]] σκότωσε τον [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Σύμφωνα με την [[παράδοση]], που αναφέρει ότι ο [[Οιδίπους]], [[μωρό]] [[ακόμα]] [[αφού]] τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη [[περιοχή]] για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο [[Οιδίπους]] [[πρέπει]] να ανάγεται σε α' συνθετικό <i>οιδι</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος» ([[κατά]] τον τ. του <i>κυδι</i>-<i>άνειρα</i>, <b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>eittar</i> «[[πύον]]») και β' συνθετικό τη λ. [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[οιδώ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
και Οιδίποδας, ο (Α Οἰδίπους και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)
γιος του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, περιώνυμος γιατί παντρεύτηκε τη μητέρα του αφού σκότωσε τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύμφωνα με την παράδοση, που αναφέρει ότι ο Οιδίπους, μωρό ακόμα αφού τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη περιοχή για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο Οιδίπους πρέπει να ανάγεται σε α' συνθετικό οιδι- < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» (κατά τον τ. του κυδι-άνειρα, πρβλ. αρχ. άνω γερμ. eittar «πύον») και β' συνθετικό τη λ. πούς «πόδι» (βλ. και λ. οιδώ)].