οἰκηματικός: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκηματικός]], -ή, -όν (Α) [[οίκημα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[οίκημα]], στην [[οικία]] («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.). | |mltxt=[[οἰκηματικός]], -ή, -όν (Α) [[οίκημα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[οίκημα]], στην [[οικία]] («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκημᾰτικός:''' относящийся к дому, домашний ([[σκεύη]] Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of a dwelling-house or room, D.L.5.55.
German (Pape)
[Seite 300] zum Hause oder Zimmer gehörig, D. L. 5, 55.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς οἴκημα, τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.
Greek Monolingual
οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) οίκημα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).
Russian (Dvoretsky)
οἰκημᾰτικός: относящийся к дому, домашний (σκεύη Diog. L.).