οίκτος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκτος]])<br />[[αίσθημα]] λύπης για την [[κατάσταση]] κάποιου, [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]] («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφρόνηση]], [[αποτροπιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[οδυρμός]] («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. «[[θρήνος]], [[οδυρμός]]» της λ. [[οἶκτος]] οδηγεί στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οιζύς</i>, [[οίμοι]]). Η [[οικογένεια]] της λ. [[οἶκτος]] [[είναι]] συνώνυμη με εκείνην της λ. [[ἔλεος]], [[αλλά]] περισσότερο εκφραστική].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκτος]])<br />[[αίσθημα]] λύπης για την [[κατάσταση]] κάποιου, [[ευσπλαγχνία]], [[συμπάθεια]] («δι' οὶκτου χεῖρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφρόνηση]], [[αποτροπιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θρήνος]], [[οδυρμός]] («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχική σημ. «[[θρήνος]], [[οδυρμός]]» της λ. [[οἶκτος]] οδηγεί στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[οἴζω]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οιζύς</i>, [[οίμοι]]). Η [[οικογένεια]] της λ. [[οἶκτος]] [[είναι]] συνώνυμη με εκείνην της λ. [[ἔλεος]], [[αλλά]] περισσότερο εκφραστική].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἶκτος)
αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι' οὶκτου χεῖρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.)
νεοελλ.
περιφρόνηση, αποτροπιασμός
αρχ.
1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.)
2. αντικείμενο οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. «θρήνος, οδυρμός» της λ. οἶκτος οδηγεί στη σύνδεση της με το ρ. οἴζω «θρηνώ, οδύρομαι» (πρβλ. οιζύς, οίμοι). Η οικογένεια της λ. οἶκτος είναι συνώνυμη με εκείνην της λ. ἔλεος, αλλά περισσότερο εκφραστική].