οἰνοποτάζω: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοποτάζω]] (Α) [[οινοπότης]]<br />(ποιητ. παλαιότ. τ. του <i>οἰνοποτῶ</i>) [[πίνω]] [[κρασί]].
|mltxt=[[οἰνοποτάζω]] (Α) [[οινοπότης]]<br />(ποιητ. παλαιότ. τ. του <i>οἰνοποτῶ</i>) [[πίνω]] [[κρασί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοποτάζω:''' ([[ποτόν]]), μόνο στον ενεστ., [[πίνω]] [[κρασί]], σε Όμηρ.
}}
}}