οἰωνιστής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰωνιστής]], ὁ (Α) [[οιωνίζομαι]]<br />[[οιωνοσκόπος]].
|mltxt=[[οἰωνιστής]], ὁ (Α) [[οιωνίζομαι]]<br />[[οιωνοσκόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το [[μέλλον]] από το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[μάντης]], [[οιωνοσκόπος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνιστής Medium diacritics: οἰωνιστής Low diacritics: οιωνιστής Capitals: ΟΙΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oiōnistḗs Transliteration B: oiōnistēs Transliteration C: oionistis Beta Code: oi)wnisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who foretells from the flight and cries of birds, Il.2.858, 17.218, Hes.Sc.185 ; θεοπρόπος οἰ. Il.13.70 : in late Prose, Gal.9.833 ;=Lat. augur, D.H. 10.57, D.C.37.27,al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ προλέγων τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἰλ. Β. 858, Ρ. 218, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 185· θεοπρόπος οἰωνιστὴς Ἰλ. Ν. 70.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

English (Autenrieth)

(bird) seer; as adj., Il. 13.70.

Greek Monolingual

οἰωνιστής, ὁ (Α) οιωνίζομαι
οιωνοσκόπος.

Greek Monotonic

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το μέλλον από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.