ομόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόζωνος]], -ον (Α)<br />(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[θέση]] με άλλον στον [[ουράνιο]] θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>ζωνος</i>].
|mltxt=[[ὁμόζωνος]], -ον (Α)<br />(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[θέση]] με άλλον στον [[ουράνιο]] θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. [[μονόζωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁμόζωνος, -ον (Α)
(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονόζωνος].