ὀξυλάλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ηδυ</i>-[[λάλος]])].
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ηδυ</i>-[[λάλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠλάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με [[ταχύτητα]], [[πολυλογάς]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠλάλος Medium diacritics: ὀξυλάλος Low diacritics: οξυλάλος Capitals: ΟΞΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: oxylálos Transliteration B: oxylalos Transliteration C: oksylalos Beta Code: o)cula/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].

Greek Monotonic

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.