ορνιθολόχος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρνιθολόχος]], δωρ. τ. [[ὀρνιχολόχος]], -ον (Α)<br />αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> / -<i>ιχος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[ενέδρα]]» ( | |mltxt=[[ὀρνιθολόχος]], δωρ. τ. [[ὀρνιχολόχος]], -ον (Α)<br />αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> / -<i>ιχος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] «[[ενέδρα]]» ([[πρβλ]]. [[βωμολόχος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος / -ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμολόχος)].