ὀστολογία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀστολογία]], ἡ (Α) [[οστολόγος]]<br />[[συλλογή]] οστών [[μετά]] την [[καύση]] του σώματος.———————— <b>(II)</b><br />[[ὀστολογία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οστεολογία]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀστολογία]], ἡ (Α) [[οστολόγος]]<br />[[συλλογή]] οστών [[μετά]] την [[καύση]] του σώματος.———————— <b>(II)</b><br />[[ὀστολογία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οστεολογία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀστολογία:''' ἡ собирание костей (после сожжения мертвеца) Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A gathering up of bones after the burning of a body, D.S.4.38:—also ὀστο-λόγιον, τό, Lat. ossilegium, Gloss. II v. ὀστεολογία.
German (Pape)
[Seite 400] ἡ, das Aufsammeln von Knochen, bes. nach Verbrennung des Leichnams, D. Sic. 4, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστολογία: συλλογὴ τῶν ὀστῶν μετὰ τὴν καῦσιν τοῦ σώματος, Διόδ. 4. 38· ― ὡσαύτως ὀστολόγιον, τό, Λατ. ossilegium, Γλωσσ. ΙΙ. πραγματεία περὶ ὀστῶν, Γαλην. 4. 27.
Greek Monolingual
(I)
ὀστολογία, ἡ (Α) οστολόγος
συλλογή οστών μετά την καύση του σώματος.———————— (II)
ὀστολογία, ἡ (Α)
βλ. οστεολογία.
Russian (Dvoretsky)
ὀστολογία: ἡ собирание костей (после сожжения мертвеца) Diod.