πάγκαλος: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[πάγκαλος]], -ον, θηλ. και παγκάλη)<br />ο πιο [[ωραίος]], ωραιότατος, [[κάλλιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο πιο [[σωστός]], ορθότατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκάλως</i> (Α παγκάλως)<br />με πάγκαλο τρόπο, ωραιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καλός]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[πάγκαλος]], -ον, θηλ. και παγκάλη)<br />ο πιο [[ωραίος]], ωραιότατος, [[κάλλιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο πιο [[σωστός]], ορθότατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκάλως</i> (Α παγκάλως)<br />με πάγκαλο τρόπο, ωραιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καλός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάγκᾰλος:''' -ον και -η, -ον, εντελώς όμορφος, [[καλός]] ή [[ευγενής]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίρρ. <i>-λως</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκᾰλος Medium diacritics: πάγκαλος Low diacritics: πάγκαλος Capitals: ΠΑΓΚΑΛΟΣ
Transliteration A: pánkalos Transliteration B: pankalos Transliteration C: pagkalos Beta Code: pa/gkalos

English (LSJ)

η, ον,

   A all or very beautiful, good, or right, Ar.Pl.1018, Pl.Smp.204c, Phdr.276e, Lg.722c, Min.319c; π. ᾠά Theopomp. Com.9, etc. Adv. -λως Hp.Art.70, E.Fr.285.7; π. ἔχειν Pl.Phdr.230c; π. ἐναντιοῦσθαι, θορυβεῖν, Id.Ap.31d, Euthd.303b, cf. Cra.396a, Euthphr.7a.

German (Pape)

[Seite 435] auch fem. παγκάλη, Plat. (in VLL., bes. bemerkt), ganz, durchaus schön; τάς τε χεῖρας παγκάλους ἔχειν μ' ἔφη, Ar. Plut. 1018; θεῖα καὶ πάγκαλα ἀγάλματα, Plat. Conv. 216 e, öfter; παγκάλη ἀνάπαυλα, Legg. IV, 722 c; παιδιά, Phaedr. 276 d; ἵπποι, Hipp. mai. 288 c. – Sp. auch im superlat. παγκάλλιστος. – Adv. παγκάλως, ἔχειν Plat. Phaedr. 230 c, λέγειν Rep. I, 331 e, öfter, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκᾰλος: -ον, Ἀριστοφ. Πλ. 1018, ἀλλὰ η, ον, Πλάτ. Φαῖδρ. 276Ε, Νόμ. 722C· ― ὡραιότατος, κάλλιστος, εὐγενέστατος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 204C, 216E, κ. ἀλλ.· ᾠὰ πάγκαλα Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3. Ἐπίρρ., -λως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833, Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 7, Πλάτ. κτλ.· π. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230C.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
tout à fait beau.
Étymologie: πᾶς, καλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α πάγκαλος, -ον, θηλ. και παγκάλη)
ο πιο ωραίος, ωραιότατος, κάλλιστος
αρχ.
ο πιο σωστός, ορθότατος.
επίρρ...
παγκάλως (Α παγκάλως)
με πάγκαλο τρόπο, ωραιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καλός].

Greek Monotonic

πάγκᾰλος: -ον και -η, -ον, εντελώς όμορφος, καλός ή ευγενής, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίρρ. -λως, σε Πλάτ. κ.λπ.