παιδοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(30)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[παιδοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που διατρέφει και ανατρέφει [[παιδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παιδοτρόφος]]<br />α) η [[μητέρα]]<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στην Κορώνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
|mltxt=-ο (Α [[παιδοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που διατρέφει και ανατρέφει [[παιδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παιδοτρόφος]]<br />α) η [[μητέρα]]<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στην Κορώνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδοτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανατρέφει [[παιδιά]], σε Σιμων.· [[παιδοτρόφος]] [[ἐλάα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ. ουσ., [[μητέρα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 442] Kinder ernährend, erziehend; πατέρα τάν τε παιδοτρόφον, Eur. Herc. F. 901; Simonds. bei Arist. H. A. 5, 8; – Soph. nennt so den Oelbaum, O. C. 706, was nach Hesych. auf die Sitte der Athener geht, bei der Geburt eines Knaben einen Oelzweig als Symbol der Gymnastik vor die Thür zu hängen.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων παιδία, Σιμωνίδ. 14· ἐλάα Σοφ. Ο. Κ. 701· διότι, «ἔθος ἦν, ὁπότε παιδίον ἄρρεν γένοιτο παρ’ Ἀττικοῖς, στέφανον ἐλαίας τιθέναι πρὸ τῶν θυρῶν» Ἡσύχ. ἐν λ. στέφανον ἐκφέρειν. 2) ὡς θηλ. οὐσιαστ., μήτηρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 902. 3) ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 34, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit ou élève des enfants en parl. de la branche d’olivier qu’on plaçait à la porte de la maison d’un enfant nouveau-né.
Étymologie: παῖς, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α παιδοτρόφος, -ον)
αυτός που διατρέφει και ανατρέφει παιδιά
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. παιδοτρόφος
α) η μητέρα
β) προσωνυμία της Αρτέμιδος στην Κορώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

παιδοτρόφος: -ον (τρέφω
1. αυτός που ανατρέφει παιδιά, σε Σιμων.· παιδοτρόφος ἐλάα, σε Σοφ.
2. ως θηλ. ουσ., μητέρα, σε Ευρ.