παιδοτρόφος

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοτρόφος Medium diacritics: παιδοτρόφος Low diacritics: παιδοτρόφος Capitals: ΠΑΙΔΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: paidotróphos Transliteration B: paidotrophos Transliteration C: paidotrofos Beta Code: paidotro/fos

English (LSJ)

ον, nourishing young life, Simon. 12.4; ἐλάα S. OC 701 (lyr.). as fem. Subst., mother, E. HF 902 (lyr.).
title of Artemis in Messenia, Paus. 4.34.6.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder ernährend, erziehend; πατέρα τάν τε παιδοτρόφον, Eur. Herc. F. 901; Simonds. bei Arist. H. A. 5, 8; – Soph. nennt so den Oelbaum, O. C. 706, was nach Hesych. auf die Sitte der Athener geht, bei der Geburt eines Knaben einen Oelzweig als Symbol der Gymnastik vor die Thür zu hängen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit ou élève des enfants en parl. de la branche d'olivier qu'on plaçait à la porte de la maison d'un enfant nouveau-né.
Étymologie: παῖς, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοτρόφος -ον [παῖς, τρέφω] kinderen grootbrengend:; παιδοτρόφος ἐλαία de olijfboom die het jonge leven voedt Soph. OC 701; subst. ἡ παιδοτρόφος moeder.

Russian (Dvoretsky)

παιδοτρόφος: IIродительница, мать Eur.
вскармливающий детей: π. ἐλάα Soph. маслина-воспитательница (о масличной ветви, которая, согласно символическому обряду, вешалась у двери новорожденного).

Greek Monolingual

-ο (Α παιδοτρόφος, -ον)
αυτός που διατρέφει και ανατρέφει παιδιά
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.παιδοτρόφος
α) η μητέρα
β) προσωνυμία της Αρτέμιδος στην Κορώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

παιδοτρόφος: -ον (τρέφω
1. αυτός που ανατρέφει παιδιά, σε Σιμων.· παιδοτρόφος ἐλάα, σε Σοφ.
2. ως θηλ. ουσ., μητέρα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων παιδία, Σιμωνίδ. 14· ἐλάα Σοφ. Ο. Κ. 701· διότι, «ἔθος ἦν, ὁπότε παιδίον ἄρρεν γένοιτο παρ’ Ἀττικοῖς, στέφανον ἐλαίας τιθέναι πρὸ τῶν θυρῶν» Ἡσύχ. ἐν λ. στέφανον ἐκφέρειν. 2) ὡς θηλ. οὐσιαστ., μήτηρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 902. 3) ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 34, 6.

Middle Liddell

παιδο-τρόφος, ον, τρέφω
1. rearing boys, Simon.: παιδοτρόφος ἐλάα Soph.
2. as fem. Subst. a mother, Eur.