παλαβομάρα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[παλαβωμάρα]], η<br /><b>1.</b> διανοητική [[ανισορροπία]], [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]], [[λόγος]] ή [[πράξη]], του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, [[ανοησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλαβός]] / [[παλαβώνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μάρα]] ( | |mltxt=και δ. γρφ. [[παλαβωμάρα]], η<br /><b>1.</b> διανοητική [[ανισορροπία]], [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]], [[λόγος]] ή [[πράξη]], του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, [[ανοησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλαβός]] / [[παλαβώνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μάρα]] ([[πρβλ]]. [[χαζομάρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 8 May 2023
Greek Monolingual
και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η
1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα
2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, του παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. χαζομάρα)].