πάλμυς: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(30) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πάλμυς]], -υδος, ὁ (ΑΜ)<br />(ως επίθ. του [[Διός]]) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λυδική λ., <b>πρβλ.</b> λυδ. <i>talmluš</i>, του οποίου το αρκτικό [[σύμφωνο]] δεν σώζεται [[αλλά]] ήταν πιθ. χειλοϋπερωϊκός [[φθόγγος]]]. | |mltxt=[[πάλμυς]], -υδος, ὁ (ΑΜ)<br />(ως επίθ. του [[Διός]]) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λυδική λ., <b>πρβλ.</b> λυδ. <i>talmluš</i>, του οποίου το αρκτικό [[σύμφωνο]] δεν σώζεται [[αλλά]] ήταν πιθ. χειλοϋπερωϊκός [[φθόγγος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάλμυς:''' υος ὁ властелин, повелитель: π. ἀφθίτων Anth. повелитель бессмертных, т. е. Зевс. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
υδος, ὁ, Lydian word,
A = βασιλεύς, Hippon.1,15; epith. of the king of the gods, Zeus, Lyc.691: gen. πάλμυδος (Dind. for παλάμυδος) A.Fr.437: acc. Πάλμυν pr. n. in Il.13.792.
German (Pape)
[Seite 453] υος, ὁ, der König; Hipponax frg. 1, 2 bei Tzetz. zu Lycophr. 219; Dosiad. ara (XV, 25); πάλμυς ἀφθίτων, Zeus, Lycophr. 691.
Greek Monolingual
πάλμυς, -υδος, ὁ (ΑΜ)
(ως επίθ. του Διός) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λυδική λ., πρβλ. λυδ. talmluš, του οποίου το αρκτικό σύμφωνο δεν σώζεται αλλά ήταν πιθ. χειλοϋπερωϊκός φθόγγος].
Russian (Dvoretsky)
πάλμυς: υος ὁ властелин, повелитель: π. ἀφθίτων Anth. повелитель бессмертных, т. е. Зевс.