πανλώβητος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατά]] διόρθ. [[παλλώβητος]], -ον, Α<br />εξαιρετικά [[δύσμορφος]], ασχημότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>λωβῶμαι</i> «[[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], [[ακρωτηριάζω]]»].
|mltxt=και [[κατά]] διόρθ. [[παλλώβητος]], -ον, Α<br />εξαιρετικά [[δύσμορφος]], ασχημότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>λωβῶμαι</i> «[[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], [[ακρωτηριάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πανλώβητος:''' -ο, φοβερά [[δύσμορφος]], [[αποκρουστικός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανλώβητος Medium diacritics: πανλώβητος Low diacritics: πανλώβητος Capitals: ΠΑΝΛΩΒΗΤΟΣ
Transliteration A: panlṓbētos Transliteration B: panlōbētos Transliteration C: panlovitos Beta Code: panlw/bhtos

English (LSJ)

ον,

   A grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr entstellt, häßlich, μορμολυκεῖον, Luc. Tox. 24, besser παλλ.

Greek (Liddell-Scott)

πανλώβητος: oν, ὁ πάνυ λελωβημένος, πάνυ δύσμορφος, δυσειδέστατος, Λουκ. Τόξ. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait défiguré, hideux.
Étymologie: πᾶν, λωβάω.

Greek Monolingual

και κατά διόρθ. παλλώβητος, -ον, Α
εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»].

Greek Monotonic

πανλώβητος: -ο, φοβερά δύσμορφος, αποκρουστικός, σε Λουκ.