παραπύθια: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τά, Μ<br />[[ασθένεια]] η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί [[νικητής]] [[κατά]] τα [[Πύθια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Πύθια]], [[κατά]] το <i>παρ</i>-<i>ίσθμια</i> «[[φλεγμονή]] τών αμυγδαλών»].
|mltxt=τά, Μ<br />[[ασθένεια]] η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί [[νικητής]] [[κατά]] τα [[Πύθια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Πύθια]], [[κατά]] το <i>παρ</i>-<i>ίσθμια</i> «[[φλεγμονή]] τών αμυγδαλών»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπύθια:''' τά, κωμική [[λέξη]], [[νόσος]] η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί [[νικητής]] στα [[Πύθια]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπύθια Medium diacritics: παραπύθια Low diacritics: παραπύθια Capitals: ΠΑΡΑΠΥΘΙΑ
Transliteration A: parapýthia Transliteration B: parapythia Transliteration C: parapythia Beta Code: parapu/qia

English (LSJ)

[ῡ], τά, Com. word,

   A sickness which prevented one from being victor at the Πύθια, AP11.129 (Cereal.) ; cf. παρίσθμια.

German (Pape)

[Seite 496] τά, komisch nach παρίσθμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird, Cereal. 1 (XI, 129).

Greek (Liddell-Scott)

παραπύθια: τά, κωμικὴ λέξις, νόσος κωλύσασά τινα νὰ ἀναδειχθῇ νικητὴς κατὰ τὰ Πύθια, Ἀνθ. Π. 11. 129· πρβλ. παρίσθμια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
obstacle ou contretemps qui empêche de remporter la victoire aux jeux pythiques.
Étymologie: παρά, Πύθια.

Greek Monolingual

τά, Μ
ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α)- + Πύθια, κατά το παρ-ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»].

Greek Monotonic

παραπύθια: τά, κωμική λέξη, νόσος η οποία εμποδίζει κάποιον από το να ανακηρυχτεί νικητής στα Πύθια, σε Ανθ.