παράρθρησις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(31)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραρθρώ]]<br /><b>1.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> μερική [[εξάρθρωση]], [[παράρθρημα]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραρθρώ]]<br /><b>1.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> μερική [[εξάρθρωση]], [[παράρθρημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''παράρθρησις:''' εως ἡ вывих Plut.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρθρησις Medium diacritics: παράρθρησις Low diacritics: παράρθρησις Capitals: ΠΑΡΑΡΘΡΗΣΙΣ
Transliteration A: parárthrēsis Transliteration B: pararthrēsis Transliteration C: pararthrisis Beta Code: para/rqrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.

German (Pape)

[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.

Russian (Dvoretsky)

παράρθρησις: εως ἡ вывих Plut.