Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρατείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παρατειχίζω]]<br />[[τείχος]] που κτίστηκε [[κοντά]] και παράλληλα σε [[κάτι]] («ἤν μή τις τὸ [[παρατείχισμα]] τοῡτο [[πολλῇ]] στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[παρατειχίζω]]<br />[[τείχος]] που κτίστηκε [[κοντά]] και παράλληλα σε [[κάτι]] («ἤν μή τις τὸ [[παρατείχισμα]] τοῡτο [[πολλῇ]] στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατείχισμα:''' τό, [[τείχος]] που χτίστηκε δίπλα ή παραπλεύρως, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατείχισμα Medium diacritics: παρατείχισμα Low diacritics: παρατείχισμα Capitals: ΠΑΡΑΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: parateíchisma Transliteration B: parateichisma Transliteration C: parateichisma Beta Code: paratei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cross-wall, Th.7.11,42, al., SIG784.2(Ephesus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 502] τό, daneben, dabei aufgeführte Mauer, Bollwerk, Thuc. 7, 11 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 38 D. Sic. 11, 20.

Greek (Liddell-Scott)

παρατείχισμα: τό, τεῖχος οἰκοδομηθὲν πλησίον ἢ ἐγκαρσίως, Θουκ. 7. 11, 42, κτλ.· ἴδε Arnold εἰς κεφ. 42, Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλάδ. 7, παράρτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mur ou retranchement élevé le long de.
Étymologie: παρά, τειχίζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παρατειχίζω
τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρατείχισμα: τό, τείχος που χτίστηκε δίπλα ή παραπλεύρως, σε Θουκ.