περιαιρετός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιαιρετός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιαιρώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει [[κανείς]] από το [[σημείο]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή [[κλίμακα]]» — η [[ανεμόσκαλα]]<br />β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ [[ἄγαλμα]] τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», <b>Παυσ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[περιαιρετός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιαιρώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει [[κανείς]] από το [[σημείο]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή [[κλίμακα]]» — η [[ανεμόσκαλα]]<br />β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ [[ἄγαλμα]] τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», <b>Παυσ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαιρετός Medium diacritics: περιαιρετός Low diacritics: περιαιρετός Capitals: ΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: periairetós Transliteration B: periairetos Transliteration C: periairetos Beta Code: periaireto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.

German (Pape)

[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).

Greek Monotonic

περιαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.