περιζώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(32)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[περιζώννυμι]] και περιζωννύω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] με [[ζώνη]], [[ζώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[κυκλώνω]], [[περικυκλώνω]] («ο [[στρατός]] περιέζωσε την [[τοποθεσία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[περιζώννυμαι]]<br />ζώνομαι ή ντύνομαι με [[κάτι]] («ἐσθῆτα περιεζώσατο» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιζώννυμαι]] δύναμιν» — [[παίρνω]] [[δύναμη]] (α. «οἱ ἀσθενοῡντες περιεζώσαντο δύναμιν», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).
|mltxt=[[περιζώννυμι]] και περιζωννύω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] με [[ζώνη]], [[ζώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[κυκλώνω]], [[περικυκλώνω]] («ο [[στρατός]] περιέζωσε την [[τοποθεσία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[περιζώννυμαι]]<br />ζώνομαι ή ντύνομαι με [[κάτι]] («ἐσθῆτα περιεζώσατο» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιζώννυμαι]] δύναμιν» — [[παίρνω]] [[δύναμη]] (α. «οἱ ἀσθενοῦν
τες περιεζώσαντο δύναμιν», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ
1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα
2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία»)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. περιζώννυμαι
ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.)
2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» — παίρνω δύναμη (α. «οἱ ἀσθενοῦν τες περιεζώσαντο δύναμιν», Άνν. Κομν.
β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).