περιποίκιλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φέρει [[πολλά]] ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]] «[[πολύχρωμος]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φέρει [[πολλά]] ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]] «[[πολύχρωμος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιποίκῐλος:''' -ον, [[ποικιλόχρωμος]] ή πιτσιλωτός, [[διάστικτος]] [[παντού]] [[ολόγυρα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A variegated, spotted, οὐρά X.Cyn.5.23, cf. IG22.1514.8.
German (Pape)
[Seite 588] rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
περιποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, κατάστικτος, Ξεν. Κυν. 5, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tacheté ou bariolé tout autour.
Étymologie: περί, ποικίλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποικίλος «πολύχρωμος»].
Greek Monotonic
περιποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος ή πιτσιλωτός, διάστικτος παντού ολόγυρα, σε Ξεν.