περισσοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perissodaktylos
|Transliteration C=perissodaktylos
|Beta Code=perissoda/ktulos
|Beta Code=perissoda/ktulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with more than the usual number of fingers</b> or <b class="b2">toes</b>, <span class="bibl">Gp.14.7.9</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with more than the usual number of fingers</b> or [[toes]], <span class="bibl">Gp.14.7.9</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:37, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσοδάκτῠλος Medium diacritics: περισσοδάκτυλος Low diacritics: περισσοδάκτυλος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: perissodáktylos Transliteration B: perissodaktylos Transliteration C: perissodaktylos Beta Code: perissoda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A with more than the usual number of fingers or toes, Gp.14.7.9.

German (Pape)

[Seite 592] mit überzähligen Fingern.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων πλείονας τῶν δύο δακτύλους τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Γεωπ. 14. 7, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο και περιττοδάκτυλος, -η, -ο / περισσοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, -ον Α
αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα περισσοδάκτυλα και περιττοδάκτυλα
ζωολ. τάξη οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων τουλάχιστον στα πίσω πόδια τους, τάξη που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. περισσός / περιττός + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. perissodactyla.