πικρίδα: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(32) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[πικρίς]], - | |mltxt=η / [[πικρίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]], γνωστό παλαιότερα με την [[ονομασία]] αγιόσηρις, με 40 [[περίπου]] είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντούν αυτοφυή [[τέσσερα]], με γνωστότερο το [[είδος]] που φέρει την [[κοινή]] [[ονομασία]] αγριοζοχός<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πικρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>picris</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / πικρίς, -ίδος, ΝΜΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή ονομασία αγριοζοχός
αρχ.
το φυτό κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίς, -ίδος. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. picris].