πισσίτης: Difference between revisions
From LSJ
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />([[ιδίως]] για το [[κρασί]]) παρασκευασμένος με [[πίσσα]], αυτός που για την [[παρασκευή]] του χρησιμοποιείται και [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br />([[ιδίως]] για το [[κρασί]]) παρασκευασμένος με [[πίσσα]], αυτός που για την [[παρασκευή]] του χρησιμοποιείται και [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πισσίτης:''' ου (σῑ) adj. m смолистый ([[οἶνος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A flavoured with pitch, οἶνος Str.4.6.2, Dsc.5.38, Plu.2.676c.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, οἶνος, mit Pech angemachter, versetzter Wein, Plut. Symp. 5, 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πισσίτης: [ῑ], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ πίσσης, οἶνος Διοσκ. 5. 48, Στράβ. 202.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(ιδίως για το κρασί) παρασκευασμένος με πίσσα, αυτός που για την παρασκευή του χρησιμοποιείται και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].
Russian (Dvoretsky)
πισσίτης: ου (σῑ) adj. m смолистый (οἶνος Plut.).