πλαταγή: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ήχος]], [[κρότος]] που παράγεται από τη [[σύγκρουση]] δύο πλατιών σωμάτων, [[πάταγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πλαταγῶ</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ήχος]], [[κρότος]] που παράγεται από τη [[σύγκρουση]] δύο πλατιών σωμάτων, [[πάταγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πλαταγῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτᾰγή:''' ἡ ([[πλατάσσω]]), [[κρότος]], [[θόρυβος]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγή Medium diacritics: πλαταγή Low diacritics: πλαταγή Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗ
Transliteration A: platagḗ Transliteration B: platagē Transliteration C: platagi Beta Code: platagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A rattle, Hellanic.104 (a J., Pherecyd. 72 J. ; ἡ Ἁρχύτου π. Arist.Pol.1340b26 ; π. χαλκείη, πυξινέη, A.R.2.1055, AP6.309 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, das Klatschen, jedes Geräusch, das durch das Zusammenschlagen zweier breiter Körper entsteht, bes. die Klapper, Arist. pol. 8, 6, D. Sic. 4, 13, χαλκῆ, mit der Herakles die stymphalischen Vögel verscheuchte, Schol. Ap. Rh. 2, 1057; vgl. Leon. Tar. 33 (VII, 309).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτᾰγή: ἡ, (πλατάσσω) κρότος, θόρυβος, Ἑλλάνικ. 61, Φερεκύδ. 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2 (ἔνθα ἴδε Göttling), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 309.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cliquette, sorte de castagnette.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος
αρχ.
είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαταγῶ].

Greek Monotonic

πλᾰτᾰγή: ἡ (πλατάσσω), κρότος, θόρυβος, σε Αριστ.