πνόος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(33)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[πνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πνοή]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[πνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πνοή]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πνόος:''' ὁ Aesch. = [[πνοή]] 1 (v. l. к [[πόνος]]).
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνόος Medium diacritics: πνόος Low diacritics: πνόος Capitals: ΠΝΟΟΣ
Transliteration A: pnóos Transliteration B: pnoos Transliteration C: pnoos Beta Code: pno/os

English (LSJ)

ὁ,

   A = πνοή, Id. πνυκίτης, f.l. for πυκνίτης.

German (Pape)

[Seite 642] ὁ, att. zsgzgn πνοῦς, = πνοή, Hesych., der es auch φθόγγος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

πνόος: ὁ, = πνοή, «πνόος· φθόγγος· πνοὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πνοή κατά τα αρσ. σε -ος].

Russian (Dvoretsky)

πνόος: ὁ Aesch. = πνοή 1 (v. l. к πόνος).