ποιονόμος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους [[χόρτο]], που τρώει [[χόρτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πόα</i> / [[ποία]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους [[χόρτο]], που τρώει [[χόρτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πόα</i> / [[ποία]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποιονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που τρέφεται με [[πρασινάδα]] ή χόρτα, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιονόμος Medium diacritics: ποιονόμος Low diacritics: ποιονόμος Capitals: ΠΟΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: poionómos Transliteration B: poionomos Transliteration C: poionomos Beta Code: poiono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω)

   A feeding on grass or herbs, βοτά A.Ag.1169 (lyr.).    II proparox. ποιόνομος, ον, (ομή) with rich grassy fields, τόποι Id.Supp.50 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 652] 1) Gras, Kräuter weidend, verzehrend, Aesch. Ag. 1142. – 2) ποιόνομος, mit grasigen, kräuterreichen Wiesen, τόποι, Aesch. Suppl. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ποιονόμος: -ον, (νέμω) ὁ νεμόμενος πόαν, τρώγων πόαν, βοτὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1169, ΙΙ. προπαροξ. ποιόνομος, ον, (νομή) ὁ ἔχων νομὰς πλήρεις πόας, τόποι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui broute l’herbe.
Étymologie: ποία, νέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους χόρτο, που τρώει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + -νόμος].

Greek Monotonic

ποιονόμος: -ον (νέμω), αυτός που τρέφεται με πρασινάδα ή χόρτα, σε Αισχύλ.