πολύκρανος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολυκέφαλος]] («[[πολύκρανος]] [[δράκων]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη ρωμ. σύγκλητο) [[πολυμελής]] («ἀρχὴ λευκή και [[πολύκρανος]]», Χρησμ. Σιβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρᾱνον</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>κρανος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολυκέφαλος]] («[[πολύκρανος]] [[δράκων]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη ρωμ. σύγκλητο) [[πολυμελής]] («ἀρχὴ λευκή και [[πολύκρανος]]», Χρησμ. Σιβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρᾱνον</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>κρανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύκρᾱνος:''' -ον ([[κρανίον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκρᾱνος Medium diacritics: πολύκρανος Low diacritics: πολύκρανος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: polýkranos Transliteration B: polykranos Transliteration C: polykranos Beta Code: polu/kranos

English (LSJ)

ον,

   A many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυκέφαλοςπολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].

Greek Monotonic

πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.