Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυγονία: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύγονος]]<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[γονιμότητα]]<br /><b>2.</b> [[πολυτοκία]] («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύγονος]]<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[γονιμότητα]]<br /><b>2.</b> [[πολυτοκία]] («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυγονία:''' ἡ, [[παραγωγικότητα]], εξαιρετική [[γονιμότητα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγονία Medium diacritics: πολυγονία Low diacritics: πολυγονία Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΙΑ
Transliteration A: polygonía Transliteration B: polygonia Transliteration C: polygonia Beta Code: polugoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυγονία: ἡ, παραγωγικότητα, εξαιρετική γονιμότητα, σε Πλάτ.