πολυμέρεια: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(33)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πολυμερία]], Μ [[πολυμερής]]<br />το να αποτελείται [[κάτι]] από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να ασχολείται [[κανείς]] με [[πολλά]]<br /><b>2.</b> η [[επίδοση]] κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμέρεια]] μόρφωσης»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> α) η [[ιδιότητα]] του πολυμερούς<br />β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική [[χημεία]] και χαρακτήριζε τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να [[είναι]] πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πολυμερία]], Μ [[πολυμερής]]<br />το να αποτελείται [[κάτι]] από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να ασχολείται [[κανείς]] με [[πολλά]]<br /><b>2.</b> η [[επίδοση]] κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμέρεια]] μόρφωσης»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> α) η [[ιδιότητα]] του πολυμερούς<br />β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική [[χημεία]] και χαρακτήριζε τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να [[είναι]] πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυμέρεια:''' ἡ наличие многих частей или элементов, сложность Plut.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμέρεια Medium diacritics: πολυμέρεια Low diacritics: πολυμέρεια Capitals: ΠΟΛΥΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: polyméreia Transliteration B: polymereia Transliteration C: polymereia Beta Code: polume/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A a consisting of many parts, Ph.1.506, Placit.5.26.4, Porph.Sent. 34.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, das aus vielen Theilen Bestehen, Plut. plac. phil. 5, 26.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμέρεια: ἡ, τὸ ἐκ πολλῶν μερῶν συνεστηκέναι, Φίλων 1. 506, Πλούτ. 2. 910C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre de parties.
Étymologie: πολύς, μέρος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πολυμερία, Μ πολυμερής
το να αποτελείται κάτι από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. το να ασχολείται κανείς με πολλά
2. η επίδοση κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμέρεια μόρφωσης»)
3. χημ. α) η ιδιότητα του πολυμερούς
β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική χημεία και χαρακτήριζε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να είναι πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.

Russian (Dvoretsky)

πολυμέρεια: ἡ наличие многих частей или элементов, сложность Plut.