πολύστυλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστυλος]], -ον, ΝΑ<br />([[κυρίως]] για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στῦλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>στυλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστυλος]], -ον, ΝΑ<br />([[κυρίως]] για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στῦλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>στυλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύστῡλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῡλος Medium diacritics: πολύστυλος Low diacritics: πολύστυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polýstylos Transliteration B: polystylos Transliteration C: polystylos Beta Code: polu/stulos

English (LSJ)

ον,

   A with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].

Greek Monotonic

πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.