πολύχρηστος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύχρηστος:''' -ον, [[χρήσιμος]] για πολλούς λόγους, για [[πολλά]] πράγματα, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A useful for many purposes, very useful, Arist.GA789b9, Pol.1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.ND9: Comp., Muson.Fr. 20p.112H., Alex.Aphr. in Top.277.4. Adv. -τως v.l. in Paul.Aeg.7.16.
German (Pape)
[Seite 677] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρηστος: -ον, ὁ εἰς πολλὰ χρήσιμος, λίαν χρήσιμος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très utile ; très employé.
Étymologie: πολύς, χρηστός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον
η πολυχρηστία.
επίρρ...
πολυχρήστως
κατά πολύχρηστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρηστός (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος].
Greek Monotonic
πολύχρηστος: -ον, χρήσιμος για πολλούς λόγους, για πολλά πράγματα, σε Αριστ.