πουλύς: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-λή, -ύ, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[πολύς]]. | |mltxt=-λή, -ύ, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[πολύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πουλύς:''' πουλύ, Επικ. αντί [[πολύς]], [[πολύ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
πουλύ, Ion. for πολύς, πολύ, Ep., but not in Ion. Prose. πουμμά (ποῦμμα cod.): ἡ τῆς χειρὸς πυγμή, Hsch. πουνιάζειν· παιδικοῖς χρῆσθαι, πούνιον γὰρ ὁ δακτύλιος, Id.
German (Pape)
[Seite 691] neutr. πουλύ, ep. = πολύς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πουλύς: πουλύ, Ἰων. ἀντὶ πολύς, πολύ, Ἐπικ. ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἰώνων.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολύς.
English (Autenrieth)
see πολύς.
Greek Monolingual
-λή, -ύ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. πολύς.