προσανάκλιμα: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίματος, τὸ, Α [[προσανακλίνω]]<br />αυτό στο οποίο στηρίζεται [[κανείς]] («ἥδιστον φιλέουσι νέοις [[προσανάκλιμα]] ἐρώτων [[Σαπφώ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=-ίματος, τὸ, Α [[προσανακλίνω]]<br />αυτό στο οποίο στηρίζεται [[κανείς]] («ἥδιστον φιλέουσι νέοις [[προσανάκλιμα]] ἐρώτων [[Σαπφώ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσανάκλῐμα:''' τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται [[κάποιος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
point d’appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.
Greek Monolingual
-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.