προσράπτω: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ράβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[προσθέτω]] με [[ραφή]], [[μπαλώνω]]. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[ράβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[προσθέτω]] με [[ραφή]], [[μπαλώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] [[κάτι]] πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]], Παθ. μτχ. παρακ., <i>τρίβωνες προσερραμμένοι</i>, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. impf. ποτιρράπτεσκον prob. in Eratosth.9:—
A stitch or sew on, τι πρός τι Hp.Art.62; τί τινι Sor.Fasc.42, D.L.6.91:—Pass., Hp.Cord.4, J.AJ3.7.5, Sor.Fasc.41; τρίβωνες προσερραμμένοι patched . ., Plu.Ages.30.
German (Pape)
[Seite 779] darauflicken, annähen, ansetzen; Plut. Agesil. 30; D. C. 72, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσράπτω: μέλλ. -ψω, ἐπιρράπτω, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30.
French (Bailly abrégé)
coudre à : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ῥάπτω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω.
Greek Monotonic
προσράπτω: μέλ. -ψω, ράβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, Παθ. μτχ. παρακ., τρίβωνες προσερραμμένοι, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ.